- εντευκτικός
- ἐντευκτικός, -ή, -όν (Α)1. ευπροσήγορος2. ικετευτικός, παρακλητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντευκτικός — affable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντευκτικόν — ἐντευκτικός affable masc acc sg ἐντευκτικός affable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντευκτικούς — ἐντευκτικός affable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντευκτική — ἐντευκτικός affable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντευκτικάς — ἐντευκτικά̱ς , ἐντευκτικός affable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)